- διανοητής
- ο (Α διανοητής) [διανοούμαι]διανοούμενος, στοχαστήςαρχ.ο φρόνιμος, ο συνετός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανοητής — one who thinks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῆς — διανοητός that which is fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοηταί — διανοητής one who thinks masc nom/voc pl διανοητός that which is fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητοῦ — διανοητής one who thinks masc gen sg διανοητός that which is masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητήν — διανοητής one who thinks masc acc sg (attic epic ionic) διανοητός that which is fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητῶν — διανοητής one who thinks masc gen pl διανοητός that which is fem gen pl διανοητός that which is masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανοητά — διανοητά̱ , διανοητής one who thinks masc nom/voc/acc dual διανοητής one who thinks masc voc sg διανοητής one who thinks masc nom sg (epic) διανοητός that which is neut nom/voc/acc pl διανοητά̱ , διανοητός that which is fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… … Dictionary of Greek
διανοητάς — διανοητά̱ς , διανοητής one who thinks masc acc pl διανοητά̱ς , διανοητής one who thinks masc nom sg (epic doric aeolic) διανοητά̱ς , διανοητός that which is fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek